οδηγώ
Appearance
See also: ὁδηγῶ
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- οδηγάω (odigáo) (colloquial)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ὁδηγῶ (hodēgô), contracted form of ὁδηγέω (hodēgéō); see Greek οδηγός (odigós) for more.
Verb
[edit]οδηγώ • (odigó) (past οδήγησα, passive οδηγούμαι, p‑past οδηγήθηκα, ppp οδηγημένος)
Conjugation
[edit]οδηγώ / οδηγάω, οδηγούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | οδηγώ - οδηγάω | οδηγήσω | οδηγούμαι | οδηγηθώ |
2 sg | οδηγείς - οδηγάς | οδηγήσεις | οδηγείσαι | οδηγηθείς |
3 sg | οδηγεί - οδηγάει | οδηγήσει | οδηγείται | οδηγηθεί |
1 pl | οδηγούμε - οδηγάμε | οδηγήσουμε, [-ομε] | οδηγούμαστε | οδηγηθούμε |
2 pl | οδηγείτε - οδηγάτε | οδηγήσετε | οδηγείστε | οδηγηθείτε |
3 pl | οδηγούν(ε) - οδηγάνε, οδηγάν | οδηγήσουν(ε) | οδηγούνται | οδηγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | οδηγούσα, οδήγαγα | οδήγησα | [οδηγούμουν(α)] | οδηγήθηκα |
2 sg | οδηγούσες, οδήγαγες | οδήγησες | [οδηγούσουν(α)] | οδηγήθηκες |
3 sg | οδηγούσε, οδήγαγε | οδήγησε | οδηγούνταν, {οδηγείτο} | οδηγήθηκε |
1 pl | οδηγούσαμε, οδηγάγαμε | οδηγήσαμε | οδηγούμασταν, (‑ούμαστε) | οδηγηθήκαμε |
2 pl | οδηγούσατε, οδηγάγατε | οδηγήσατε | [οδηγούσασταν, (‑ούσαστε)] | οδηγηθήκατε |
3 pl | οδηγούσαν(ε), οδήγαγαν, οδηγάγανε | οδήγησαν, οδηγήσαν(ε) | οδηγούνταν, {οδηγούντο} | οδηγήθηκαν, οδηγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα οδηγώ - θα οδηγάω ➤ | θα οδηγήσω ➤ | θα οδηγούμαι ➤ | θα οδηγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα οδηγείς - θα οδηγάς, … | θα οδηγήσεις, … | θα οδηγείσαι, … | θα οδηγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … οδηγήσει έχω, έχεις, … οδηγημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … οδηγηθεί είμαι, είσαι, … οδηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … οδηγήσει είχα, είχες, … οδηγημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … οδηγηθεί ήμουν, ήσουν, … οδηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … οδηγήσει θα έχω, θα έχεις, … οδηγημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … οδηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … οδηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | οδήγα, οδήγαγε | οδήγησε, οδήγα | — | οδηγήσου |
2 pl | οδηγείτε - οδηγάτε | οδηγήστε | οδηγείστε | οδηγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | οδηγώντας ➤ | οδηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας οδηγήσει ➤ | οδηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | οδηγήσει | οδηγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- εργοδηγός m (ergodigós, “foreman”)
- καθοδηγώ (kathodigó, “to guide, to lead”)
- οδήγηση f (odígisi, “driving”)
- οδηγητής m (odigitís, “guide, leader”)
- οδηγητικός (odigitikós, “guiding”)
- οδηγήτρια f (odigítria, “guide, leader”)
- οδηγήτρα f (odigítra, “guide, leader”)
- οδηγία f (odigía, “directive”)
- οδηγισμός m (odigismós)
- οδηγός m or f (odigós, “driver, guide, Girl Guide”)
- χρυσός οδηγός n (chrysós odigós, “yellow pages”)