καθοδηγώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek καθοδηγῶ (kathodēgô).[1] By surface analysis, καθ- (kath-) + οδηγώ (odigó).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καθοδηγώ • (kathodigó) (past καθοδήγησα, passive καθοδηγούμαι, p‑past καθοδηγήθηκα, ppp καθοδηγημένος)
- (transitive) to guide (to serve as a guide for someone or something; to lead or direct in a way; to conduct in a course or path)
- (transitive) to guide (to supervise the education or training of someone)
Conjugation
[edit]καθοδηγώ, καθοδηγούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καθοδηγώ | καθοδηγήσω | καθοδηγούμαι | καθοδηγηθώ |
2 sg | καθοδηγείς | καθοδηγήσεις | καθοδηγείσαι | καθοδηγηθείς |
3 sg | καθοδηγεί | καθοδηγήσει | καθοδηγείται | καθοδηγηθεί |
1 pl | καθοδηγούμε | καθοδηγήσουμε, [-ομε] | καθοδηγούμαστε | καθοδηγηθούμε |
2 pl | καθοδηγείτε | καθοδηγήσετε | καθοδηγείστε | καθοδηγηθείτε |
3 pl | καθοδηγούν(ε) | καθοδηγήσουν(ε) | καθοδηγούνται | καθοδηγηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | καθοδηγούσα | καθοδήγησα | [καθοδηγούμουν(α)] | καθοδηγήθηκα |
2 sg | καθοδηγούσες | καθοδήγησες | [καθοδηγούσουν(α)] | καθοδηγήθηκες |
3 sg | καθοδηγούσε | καθοδήγησε | καθοδηγούνταν, {καθοδηγείτο} | καθοδηγήθηκε |
1 pl | καθοδηγούσαμε | καθοδηγήσαμε | καθοδηγούμασταν, (‑ούμαστε) | καθοδηγηθήκαμε |
2 pl | καθοδηγούσατε | καθοδηγήσατε | [καθοδηγούσασταν, (‑ούσαστε)] | καθοδηγηθήκατε |
3 pl | καθοδηγούσαν(ε) | καθοδήγησαν, καθοδηγήσαν(ε) | καθοδηγούνταν, {καθοδηγούντο} | καθοδηγήθηκαν, καθοδηγηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καθοδηγώ ➤ | θα καθοδηγήσω ➤ | θα καθοδηγούμαι ➤ | θα καθοδηγηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καθοδηγείς, … | θα καθοδηγήσεις, … | θα καθοδηγείσαι, … | θα καθοδηγηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καθοδηγήσει έχω, έχεις, … καθοδηγημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καθοδηγηθεί είμαι, είσαι, … καθοδηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καθοδηγήσει είχα, είχες, … καθοδηγημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καθοδηγηθεί ήμουν, ήσουν, … καθοδηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καθοδηγήσει θα έχω, θα έχεις, … καθοδηγημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καθοδηγηθεί θα είμαι, θα είσαι, … καθοδηγημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | καθοδήγησε | — | καθοδηγήσου |
2 pl | καθοδηγείτε | καθοδηγήστε | καθοδηγείστε | καθοδηγηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καθοδηγώντας ➤ | καθοδηγούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καθοδηγήσει ➤ | καθοδηγημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καθοδηγήσει | καθοδηγηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- καθοδηγητής m (kathodigitís), καθοδηγήτρια f (kathodigítria)
- καθοδηγητικός (kathodigitikós)
Related terms
[edit]- καθοδήγηση f (kathodígisi)
References
[edit]- ^ καθοδηγώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language