From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek καταναλώνω ( katanalṓnō ) , a metaplasm of Ancient Greek καταναλίσκω ( katanalískō ) < κατ- ( kat- ) + ἀναλίσκω ( analískō ) . Also see the form ἀναλόω ( analóō ) .
IPA (key ) : /ka.ta.naˈlo.no/
Hyphenation: κα‧τα‧να‧λώ‧νω
καταναλώνω • (katanalóno ) (past κατανάλωσα , passive καταναλώνομαι , p‑past καταναλώθηκα , ppp καταναλωμένος )
to consume
Synonym: καταναλίσκω ( katanalísko ) ( more formal ) , αναλώνω ( analóno ) . Also see δαπανώ ( dapanó ) , ξοδεύω ( xodévo , “ spend ” ) .
Antonym: αποθηκεύω ( apothikévo , “ store, accumulate ” )
καταναλώνω καταναλώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καταναλώνω
καταναλώσω
καταναλώνομαι
καταναλωθώ
2 sg
καταναλώνεις
καταναλώσεις
καταναλώνεσαι
καταναλωθείς
3 sg
καταναλώνει
καταναλώσει
καταναλώνεται
καταναλωθεί
1 pl
καταναλώνουμε , [‑ομε ]
καταναλώσουμε , [‑ομε ]
καταναλωνόμαστε
καταναλωθούμε
2 pl
καταναλώνετε
καταναλώσετε
καταναλώνεστε , καταναλωνόσαστε
καταναλωθείτε
3 pl
καταναλώνουν (ε )
καταναλώσουν (ε )
καταναλώνονται
καταναλωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κατανάλωνα
κατανάλωσα
καταναλωνόμουν (α )
καταναλώθηκα
2 sg
κατανάλωνες
κατανάλωσες
καταναλωνόσουν (α )
καταναλώθηκες
3 sg
κατανάλωνε
κατανάλωσε
καταναλωνόταν (ε )
καταναλώθηκε
1 pl
καταναλώναμε
καταναλώσαμε
καταναλωνόμασταν , (‑όμαστε )
καταναλωθήκαμε
2 pl
καταναλώνατε
καταναλώσατε
καταναλωνόσασταν , (‑όσαστε )
καταναλωθήκατε
3 pl
κατανάλωναν , καταναλώναν (ε )
κατανάλωσαν , καταναλώσαν (ε )
καταναλώνονταν , (καταναλωνόντουσαν )
καταναλώθηκαν , καταναλωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καταναλώνω ➤
θα καταναλώσω ➤
θα καταναλώνομαι ➤
θα καταναλωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καταναλώνεις , …
θα καταναλώσεις , …
θα καταναλώνεσαι , …
θα καταναλωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καταναλώσει έχω, έχεις, … καταναλωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καταναλωθεί είμαι , είσαι , … καταναλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καταναλώσει είχα, είχες, … καταναλωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καταναλωθεί ήμουν , ήσουν , … καταναλωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καταναλώσει θα έχω, θα έχεις, … καταναλωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καταναλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … καταναλωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κατανάλωνε
κατανάλωσε
—
καταναλώσου
2 pl
καταναλώνετε
καταναλώστε
καταναλώνεστε
καταναλωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καταναλώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καταναλώσει ➤
καταναλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καταναλώσει
καταναλωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: κατά ( katá ) & αναλώνω ( analóno , “ consume ” )