αναλώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek ἀναλώνω (analṓnō) from ancient Ancient Greek ἀναλόω (analóō), ἀναλῶ (analô), alternative of ἀναλίσκω (analískō).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αναλώνω • (analóno) (past ανάλωσα, passive αναλώνομαι, p‑past αναλώθηκα, ppp αναλωμένος)
Conjugation
[edit]αναλώνω αναλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναλώνω | αναλώσω | αναλώνομαι | αναλωθώ |
2 sg | αναλώνεις | αναλώσεις | αναλώνεσαι | αναλωθείς |
3 sg | αναλώνει | αναλώσει | αναλώνεται | αναλωθεί |
1 pl | αναλώνουμε, [‑ομε] | αναλώσουμε, [‑ομε] | αναλωνόμαστε | αναλωθούμε |
2 pl | αναλώνετε | αναλώσετε | αναλώνεστε, αναλωνόσαστε | αναλωθείτε |
3 pl | αναλώνουν(ε) | αναλώσουν(ε) | αναλώνονται | αναλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανάλωνα | ανάλωσα | αναλωνόμουν(α) | αναλώθηκα |
2 sg | ανάλωνες | ανάλωσες | αναλωνόσουν(α) | αναλώθηκες |
3 sg | ανάλωνε | ανάλωσε | αναλωνόταν(ε) | αναλώθηκε |
1 pl | αναλώναμε | αναλώσαμε | αναλωνόμασταν, (‑όμαστε) | αναλωθήκαμε |
2 pl | αναλώνατε | αναλώσατε | αναλωνόσασταν, (‑όσαστε) | αναλωθήκατε |
3 pl | ανάλωναν, αναλώναν(ε) | ανάλωσαν, αναλώσαν(ε) | αναλώνονταν, (αναλωνόντουσαν) | αναλώθηκαν, αναλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναλώνω ➤ | θα αναλώσω ➤ | θα αναλώνομαι ➤ | θα αναλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναλώνεις, … | θα αναλώσεις, … | θα αναλώνεσαι, … | θα αναλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναλώσει έχω, έχεις, … αναλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναλωθεί είμαι, είσαι, … αναλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναλώσει είχα, είχες, … αναλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναλωθεί ήμουν, ήσουν, … αναλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάλωνε | ανάλωσε | — | αναλώσου |
2 pl | αναλώνετε | αναλώστε | αναλώνεστε | αναλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναλώσει ➤ | αναλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναλώσει | αναλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- αναλίσκω (analísko) (more formal)
- καταναλώνω (katanalóno)
Related terms
[edit]- ανάλωμα n (análoma, “consumption, spending”)
- ανάλωση f (análosi, “consumption, spending”)
- αναλώσιμος (analósimos, “consumable”)
- αναλωτής m (analotís)
- αναλωτικός (analotikós)
- καταναλώνω (katanalóno, “consume”) & related words
Further reading
[edit]- αναλώνω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αναλώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language