Jump to content

αναλώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναλώσιμος (analósimosm (feminine αναλώσιμη, neuter αναλώσιμο)

  1. consumable, expendable

Declension

[edit]
Declension of αναλώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλώσιμος (analósimos) αναλώσιμη (analósimi) αναλώσιμο (analósimo) αναλώσιμοι (analósimoi) αναλώσιμες (analósimes) αναλώσιμα (analósima)
genitive αναλώσιμου (analósimou) αναλώσιμης (analósimis) αναλώσιμου (analósimou) αναλώσιμων (analósimon) αναλώσιμων (analósimon) αναλώσιμων (analósimon)
accusative αναλώσιμο (analósimo) αναλώσιμη (analósimi) αναλώσιμο (analósimo) αναλώσιμους (analósimous) αναλώσιμες (analósimes) αναλώσιμα (analósima)
vocative αναλώσιμε (analósime) αναλώσιμη (analósimi) αναλώσιμο (analósimo) αναλώσιμοι (analósimoi) αναλώσιμες (analósimes) αναλώσιμα (analósima)
[edit]