καταναλώτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from καταναλω(τής) (katanalo(tís)) + -τρια (-tria).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καταναλώτρια • (katanalótria) f (plural καταναλώτριες, masculine καταναλωτής)
- female equivalent of καταναλωτής (katanalotís, “consumer”)
Declension
[edit]Declension of καταναλώτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταναλώτρια • | καταναλώτριες • |
genitive | καταναλώτριας • | καταναλωτριών • |
accusative | καταναλώτρια • | καταναλώτριες • |
vocative | καταναλώτρια • | καταναλώτριες • |
References
[edit]- ^ καταναλώτρια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language