Jump to content

καταναλώτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from καταναλω(τής) (katanalo(tís)) +‎ -τρια (-tria).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.ta.naˈlo.tɾi.a/
  • Hyphenation: κα‧τα‧να‧λώ‧τρι‧α

Noun

[edit]

καταναλώτρια (katanalótriaf (plural καταναλώτριες, masculine καταναλωτής)

  1. female equivalent of καταναλωτής (katanalotís, consumer)

Declension

[edit]
singular plural
nominative καταναλώτρια (katanalótria) καταναλώτριες (katanalótries)
genitive καταναλώτριας (katanalótrias) καταναλωτριών (katanalotrión)
accusative καταναλώτρια (katanalótria) καταναλώτριες (katanalótries)
vocative καταναλώτρια (katanalótria) καταναλώτριες (katanalótries)

References

[edit]
  1. ^ καταναλώτρια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language