Jump to content

ακατανάλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακατανάλωτος (akatanálotosm (feminine ακατανάλωτη, neuter ακατανάλωτο)

  1. unconsumed
  2. unspent

Declension

[edit]
Declension of ακατανάλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατανάλωτος (akatanálotos) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτοι (akatanálotoi) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)
genitive ακατανάλωτου (akatanálotou) ακατανάλωτης (akatanálotis) ακατανάλωτου (akatanálotou) ακατανάλωτων (akatanáloton) ακατανάλωτων (akatanáloton) ακατανάλωτων (akatanáloton)
accusative ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτους (akatanálotous) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)
vocative ακατανάλωτε (akatanálote) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτοι (akatanálotoi) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)

Synonyms

[edit]