κατάσχεση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κατάσχεση • (katáschesi) f (plural κατασχέσεις)
Declension
[edit]Declension of κατάσχεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κατάσχεση • | κατασχέσεις • | |
genitive | κατάσχεσης • | κατασχέσεων • | |
accusative | κατάσχεση • | κατασχέσεις • | |
vocative | κατάσχεση • | κατασχέσεις • | |
Older or formal genitive singular: κατασχέσεως • |