Jump to content

καραβοφάναρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From καράβι (karávi) +‎ φανάρι (fanári).

Noun

[edit]

καραβοφάναρο (karavofánaron (plural καραβοφάναρα)

  1. (nautical) lightship, lightvessel

Declension

[edit]
Declension of καραβοφάναρο
singular plural
nominative καραβοφάναρο (karavofánaro) καραβοφάναρα (karavofánara)
genitive καραβοφάναρου (karavofánarou) καραβοφάναρων (karavofánaron)
accusative καραβοφάναρο (karavofánaro) καραβοφάναρα (karavofánara)
vocative καραβοφάναρο (karavofánaro) καραβοφάναρα (karavofánara)

Synonyms

[edit]