καραβοφάναρα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καραβοφάναρα • (karavofánara) n
- nominative plural of καραβοφάναρο (karavofánaro)
- accusative plural of καραβοφάναρο (karavofánaro)
- vocative plural of καραβοφάναρο (karavofánaro)
καραβοφάναρα • (karavofánara) n