Jump to content

ισχύς

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἰσχύς

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἰσχύς (iskhús, strength, power).

Noun

[edit]

ισχύς (ischýsf (plural ισχύες)

  1. power, might, strength
  2. force
  3. (physics) power
    Η ισχύς ισούται με το γινόμενο της ταχύτητας του επί τη δύναμη.
    I ischýs isoútai me to ginómeno tis tachýtitas tou epí ti dýnami.
    Power equals the velocity multiplied by the force.

Declension

[edit]
Declension of ισχύς
singular plural
nominative ισχύς (ischýs) ισχύες (ischýes)
genitive ισχύος (ischýos) ισχύων (ischýon)
accusative ισχύ (ischý) ισχύς (ischýs)
vocative ισχύ (ischý) ισχύες (ischýes)
[edit]

See also

[edit]