ισχύων
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἰσχύων
Greek
[edit]Etymology
[edit]Present active participle of ισχύω (ischýo, “be in effect, have power”), a verb with no passive forms. Learnedly, from Ancient Greek ἰσχύων (iskhúōn), active present participle of verb ἰσχύω (iskhúō).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ισχύων • (ischýon) m (feminine ισχύουσα, neuter ισχύον)
- currently in effect, valid
- η ισχύουσα κατάσταση, νομοθεσία ― i ischýousa katástasi, nomothesía ― the currently valid situation, legislation
Declension
[edit]Declension of ισχύων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισχύων • | ισχύουσα • | ισχύον • | ισχύοντες • | ισχύουσες • | ισχύοντα • |
genitive | ισχύοντος • | ισχύουσας • / ισχυούσης • | ισχύοντος • | ισχυόντων • | ισχυουσών • | ισχυόντων • |
accusative | ισχύοντα • | ισχύουσα • | ισχύον • | ισχύοντες • | ισχύουσες • | ισχύοντα • |
vocative | ισχύων • | ισχύουσα • | ισχύον • | ισχύοντες • | ισχύουσες • | ισχύοντα • |