ισχύων

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
See also: ἰσχύων

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Present active participle of ισχύω (ischýo, be in effect, have power), a verb with no passive forms. Learnedly, from Ancient Greek ἰσχύων (iskhúōn), active present participle of verb ἰσχύω (iskhúō).

Pronunciation

[edit]

Participle

[edit]

ισχύων (ischýonm (feminine ισχύουσα, neuter ισχύον)

  1. currently in effect, valid
    η ισχύουσα κατάσταση, νομοθεσίαi ischýousa katástasi, nomothesíathe currently valid situation, legislation

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισχύων (ischýon) ισχύουσα (ischýousa) ισχύον (ischýon) ισχύοντες (ischýontes) ισχύουσες (ischýouses) ισχύοντα (ischýonta)
genitive ισχύοντος (ischýontos) ισχύουσας (ischýousas)
ισχυούσης (ischyoúsis)
ισχύοντος (ischýontos) ισχυόντων (ischyónton) ισχυουσών (ischyousón) ισχυόντων (ischyónton)
accusative ισχύοντα (ischýonta) ισχύουσα (ischýousa) ισχύον (ischýon) ισχύοντες (ischýontes) ισχύουσες (ischýouses) ισχύοντα (ischýonta)
vocative ισχύων (ischýon) ισχύουσα (ischýousa) ισχύον (ischýon) ισχύοντες (ischýontes) ισχύουσες (ischýouses) ισχύοντα (ischýonta)

See also

[edit]