Jump to content

ισχυρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ισχυρισ- (ισχυρίζομαι (ischyrízomai, maintain, claim) + -μός.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.sçi.ɾiˈzmos/
  • Hyphenation: ι‧σχυ‧ρι‧σμός

Noun

[edit]

ισχυρισμός (ischyrismósm (plural ισχυρισμοί)

  1. claim

Declension

[edit]
singular plural
nominative ισχυρισμός (ischyrismós) ισχυρισμοί (ischyrismoí)
genitive ισχυρισμού (ischyrismoú) ισχυρισμών (ischyrismón)
accusative ισχυρισμό (ischyrismó) ισχυρισμούς (ischyrismoús)
vocative ισχυρισμέ (ischyrismé) ισχυρισμοί (ischyrismoí)
[edit]