ισχυρισμός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ισχυρισ- (ισχυρίζομαι (ischyrízomai, “maintain, claim”) + -μός.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ισχυρισμός • (ischyrismós) m (plural ισχυρισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισχυρισμός (ischyrismós) | ισχυρισμοί (ischyrismoí) |
genitive | ισχυρισμού (ischyrismoú) | ισχυρισμών (ischyrismón) |
accusative | ισχυρισμό (ischyrismó) | ισχυρισμούς (ischyrismoús) |
vocative | ισχυρισμέ (ischyrismé) | ισχυρισμοί (ischyrismoí) |
Related terms
[edit]- ισχυρός (ischyrós, “mighty, strong”)
- see: ισχύς f (ischýs, “strength”)