ισχυρίζομαι
Appearance
See also: ἰσχυρίζομαι
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἰσχυρίζομαι (“I am strengthened”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ισχυρίζομαι • (ischyrízomai) deponent (past ισχυρίστηκα/ισχυρίσθηκα)
Conjugation
[edit]ισχυρίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | ισχυρίζομαι | ισχυριστώ, ισχυρισθώ |
2 sg | ισχυρίζεσαι | ισχυριστείς, ισχυρισθείς |
3 sg | ισχυρίζεται | ισχυριστεί, ισχυρισθεί |
1 pl | ισχυριζόμαστε | ισχυριστούμε, ισχυρισθούμε |
2 pl | ισχυρίζεστε, ισχυριζόσαστε | ισχυριστείτε, ισχυρισθείτε |
3 pl | ισχυρίζονται | ισχυριστούν(ε), ισχυρισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | ισχυριζόμουν(α) | ισχυρίστηκα, ισχυρίσθηκα |
2 sg | ισχυριζόσουν(α) | ισχυρίστηκες, ισχυρίσθηκες |
3 sg | ισχυριζόταν(ε) | ισχυρίστηκε, ισχυρίσθηκε |
1 pl | ισχυριζόμασταν, (‑όμαστε) | ισχυριστήκαμε, ισχυρισθήκαμε |
2 pl | ισχυριζόσασταν, (‑όσαστε) | ισχυριστήκατε, ισχυρισθήκατε |
3 pl | ισχυρίζονταν, (ισχυριζόντουσαν) | ισχυρίστηκαν, ισχυριστήκαν(ε), ισχυρίσθηκαν, ισχυρισθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα ισχυρίζομαι ➤ | θα ισχυριστώ / ισχυρισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ισχυρίζεσαι, … | θα ισχυριστείς / ισχυρισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ισχυριστεί / ισχυρισθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ισχυριστεί / ισχυρισθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ισχυριστεί / ισχυρισθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ισχυρίσου |
2 pl | ισχυρίζεστε | ισχυριστείτε, ισχυρισθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | ισχυριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | ισχυριστεί, ισχυρισθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- ισχυρισμός m (ischyrismós, “claim”)
- and see: ισχυρός (ischyrós, “mighty, strong”)