ιεράρχης
Appearance
See also: ἱεράρχης
Greek
[edit]Etymology
[edit]ιερός (ierós, “holy”) + -άρχης (-árchis, “leader”) from Hellenistic Koine ἱεράρχης (hierárkhēs)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιεράρχης • (ierárchis) m (plural ιεράρχες)
- a high priest
- hierarch
- (Eastern Orthodoxy) expression:
- οι Τρεις Ιεράρχες ― oi Treis Ierárches ― the Three Hierarchs are the three theologians Mέγας Bασίλειος (Basil of Caesarea), Iωάννης Xρυσόστομος (John Chrysostom) and Γρηγόριος Nαζιανζηνός (Gregory of Nazianus)
- (Eastern Orthodoxy) expression:
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιεράρχης (ierárchis) | ιεράρχες (ierárches) |
genitive | ιεράρχη (ierárchi) | ιεραρχών (ierarchón) |
accusative | ιεράρχη (ierárchi) | ιεράρχες (ierárches) |
vocative | ιεράρχη (ierárchi) | ιεράρχες (ierárches) |
Related terms
[edit]- ιεράρχηση (ierárchisi)
- ιεραρχία (ierarchía)
- ιεραρχικός (ierarchikós)
- ιεραρχώ (ierarchó)
References
[edit]- ιεράρχης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language