Jump to content

ιερός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἱερός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek ἱερός (hierós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.eˈɾos/
  • Hyphenation: ι‧ε‧ρός

Adjective

[edit]

ιερός (ierósm (feminine ιερή, neuter ιερό)

  1. sanctified, holy, sacred (of places and things)
  2. (as a neuter noun) shrine, sanctuary

Declension

[edit]
Declension of ιερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιερός (ierós) ιερή (ierí) ιερό (ieró) ιεροί (ieroí) ιερές (ierés) ιερά (ierá)
genitive ιερού (ieroú) ιερής (ierís) ιερού (ieroú) ιερών (ierón) ιερών (ierón) ιερών (ierón)
accusative ιερό (ieró) ιερή (ierí) ιερό (ieró) ιερούς (ieroús) ιερές (ierés) ιερά (ierá)
vocative ιερέ (ieré) ιερή (ierí) ιερό (ieró) ιεροί (ieroí) ιερές (ierés) ιερά (ierá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιερός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιερότερος (ieróteros) ιερότερη (ieróteri) ιερότερο (ierótero) ιερότεροι (ieróteroi) ιερότερες (ieróteres) ιερότερα (ierótera)
genitive ιερότερου (ieróterou) ιερότερης (ieróteris) ιερότερου (ieróterou) ιερότερων (ieróteron) ιερότερων (ieróteron) ιερότερων (ieróteron)
accusative ιερότερο (ierótero) ιερότερη (ieróteri) ιερότερο (ierótero) ιερότερους (ieróterous) ιερότερες (ieróteres) ιερότερα (ierótera)
vocative ιερότερε (ierótere) ιερότερη (ieróteri) ιερότερο (ierótero) ιερότεροι (ieróteroi) ιερότερες (ieróteres) ιερότερα (ierótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιερότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιερότατος (ierótatos) ιερότατη (ierótati) ιερότατο (ierótato) ιερότατοι (ierótatoi) ιερότατες (ierótates) ιερότατα (ierótata)
genitive ιερότατου (ierótatou) ιερότατης (ierótatis) ιερότατου (ierótatou) ιερότατων (ierótaton) ιερότατων (ierótaton) ιερότατων (ierótaton)
accusative ιερότατο (ierótato) ιερότατη (ierótati) ιερότατο (ierótato) ιερότατους (ierótatous) ιερότατες (ierótates) ιερότατα (ierótata)
vocative ιερότατε (ierótate) ιερότατη (ierótati) ιερότατο (ierótato) ιερότατοι (ierótatoi) ιερότατες (ierótates) ιερότατα (ierótata)
[edit]

See also

[edit]