Jump to content

ιεραρχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek ιεραρχικός (ierarkhikós). By surface analysis, ιεραρχ(ία) (ierarch(ía)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

ιεραρχικός (ierarchikósm (feminine ιεραρχική, neuter ιεραρχικό)

  1. hierarchical

Declension

[edit]
Declension of ιεραρχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιεραρχικός (ierarchikós) ιεραρχική (ierarchikí) ιεραρχικό (ierarchikó) ιεραρχικοί (ierarchikoí) ιεραρχικές (ierarchikés) ιεραρχικά (ierarchiká)
genitive ιεραρχικού (ierarchikoú) ιεραρχικής (ierarchikís) ιεραρχικού (ierarchikoú) ιεραρχικών (ierarchikón) ιεραρχικών (ierarchikón) ιεραρχικών (ierarchikón)
accusative ιεραρχικό (ierarchikó) ιεραρχική (ierarchikí) ιεραρχικό (ierarchikó) ιεραρχικούς (ierarchikoús) ιεραρχικές (ierarchikés) ιεραρχικά (ierarchiká)
vocative ιεραρχικέ (ierarchiké) ιεραρχική (ierarchikí) ιεραρχικό (ierarchikó) ιεραρχικοί (ierarchikoí) ιεραρχικές (ierarchikés) ιεραρχικά (ierarchiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιεραρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιεραρχικός, etc.)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ιεραρχικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language