Jump to content

ιδιόμορφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek ἰδιόμορφος (idiómorphos).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ðiˈo.moɾ.fos/
  • Hyphenation: ι‧δι‧ό‧μορ‧φος

Adjective

[edit]

ιδιόμορφος (idiómorfosm (feminine ιδιόμορφη, neuter ιδιόμορφο)

  1. particular, peculiar, singular (distinctive; characteristic of a specific person or thing)
    Near-synonyms: ιδιόρρυθμος (idiórrythmos), ιδιότυπος (idiótypos)
  2. (mineralogy) idiomorphous

Declension

[edit]
Declension of ιδιόμορφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιόμορφος (idiómorfos) ιδιόμορφη (idiómorfi) ιδιόμορφο (idiómorfo) ιδιόμορφοι (idiómorfoi) ιδιόμορφες (idiómorfes) ιδιόμορφα (idiómorfa)
genitive ιδιόμορφου (idiómorfou) ιδιόμορφης (idiómorfis) ιδιόμορφου (idiómorfou) ιδιόμορφων (idiómorfon) ιδιόμορφων (idiómorfon) ιδιόμορφων (idiómorfon)
accusative ιδιόμορφο (idiómorfo) ιδιόμορφη (idiómorfi) ιδιόμορφο (idiómorfo) ιδιόμορφους (idiómorfous) ιδιόμορφες (idiómorfes) ιδιόμορφα (idiómorfa)
vocative ιδιόμορφε (idiómorfe) ιδιόμορφη (idiómorfi) ιδιόμορφο (idiómorfo) ιδιόμορφοι (idiómorfoi) ιδιόμορφες (idiómorfes) ιδιόμορφα (idiómorfa)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ιδιόμορφος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language