ιδιωτικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ιδιωτικός (idiotikós, “private”) + -ποίηση (-poíisi)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιδιωτικοποίηση • (idiotikopoíisi) f (plural ιδιωτικοποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
genitive | ιδιωτικοποίησης (idiotikopoíisis) | ιδιωτικοποιήσεων (idiotikopoiíseon) |
accusative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
vocative | ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) | ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ιδιωτικοποιήσεως (idiotikopoiíseos)
Synonyms
[edit]- αποκρατικοποίηση f (apokratikopoíisi, “denationalisation”)
Antonyms
[edit]- εθνικοποίηση f (ethnikopoíisi, “nationalisation”)
Related terms
[edit]- ιδιωτικοποιώ (idiotikopoió, “to denationalise”)