ιδιωτικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ιδιωτικός (idiotikós, private) +‎ -ποίηση (-poíisi)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ði.o.ti.ko.ˈpi.i.si/

Noun

[edit]

ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisif (plural ιδιωτικοποιήσεις)

  1. privatisation, privatization, denationalisation

Declension

[edit]
singular plural
nominative ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis)
genitive ιδιωτικοποίησης (idiotikopoíisis) ιδιωτικοποιήσεων (idiotikopoiíseon)
accusative ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis)
vocative ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi) ιδιωτικοποιήσεις (idiotikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: ιδιωτικοποιήσεως (idiotikopoiíseos)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]