Jump to content

εθνικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εθνικοποίηση (ethnikopoíisif (plural ετηνικοποιήσεις)

  1. nationalisation, taken into public ownership
    Synonym: κρατικοποίηση (kratikopoíisi)
    Antonym: ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi)
    Coordinate term: κοινωνικοποίηση (koinonikopoíisi)

Declension

[edit]
Declension of εθνικοποίηση
singular plural
nominative εθνικοποίηση (ethnikopoíisi) εθνικοποιήσεις (ethnikopoiíseis)
genitive εθνικοποίησης (ethnikopoíisis) εθνικοποιήσεων (ethnikopoiíseon)
accusative εθνικοποίηση (ethnikopoíisi) εθνικοποιήσεις (ethnikopoiíseis)
vocative εθνικοποίηση (ethnikopoíisi) εθνικοποιήσεις (ethnikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: εθνικοποιήσεως (ethnikopoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]