ιδιωτικοποιήσεις
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ιδιωτικοποιήσεις • (idiotikopoiíseis) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi).
ιδιωτικοποιήσεις • (idiotikopoiíseis) f