ηχηροποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ηχηρός (ichirós) + -ποίηση (-poíisi).
Noun
[edit]ηχηροποίηση • (ichiropoíisi) f (plural ηχηροποιήσεις)
- (phonetics, phonology) voicing
- Antonym: αηχοποίηση (aïchopoíisi)
Declension
[edit]Declension of ηχηροποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ηχηροποίηση • | ηχηροποιήσεις • | |
genitive | ηχηροποίησης • | ηχηροποιήσεων • | |
accusative | ηχηροποίηση • | ηχηροποιήσεις • | |
vocative | ηχηροποίηση • | ηχηροποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ηχηροποιήσεως • |
Further reading
[edit]- ηχηροποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language