αηχοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]άηχος (áichos) + -ποίηση (-poíisi).
Noun
[edit]αηχοποίηση • (aïchopoíisi) f (plural αηχοποιήσεις)
- (phonetics, phonology) devoicing
- Antonym: ηχηροποίηση (ichiropoíisi)
Declension
[edit]Declension of αηχοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αηχοποίηση • | αηχοποιήσεις • | |
genitive | αηχοποίησης • | αηχοποιήσεων • | |
accusative | αηχοποίηση • | αηχοποιήσεις • | |
vocative | αηχοποίηση • | αηχοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αηχοποιήσεως • |