Jump to content

ημερομίσθιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ημερομίσθιος (imeromísthiosm

  1. relating to day labourer (UK), day laborer (UK)

Declension

[edit]
Declension of ημερομίσθιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ημερομίσθιος (imeromísthios) ημερομίσθια (imeromísthia) ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθιοι (imeromísthioi) ημερομίσθιες (imeromísthies) ημερομίσθια (imeromísthia)
genitive ημερομίσθιου (imeromísthiou) ημερομίσθιας (imeromísthias) ημερομίσθιου (imeromísthiou) ημερομίσθιων (imeromísthion) ημερομίσθιων (imeromísthion) ημερομίσθιων (imeromísthion)
accusative ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθια (imeromísthia) ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθιους (imeromísthious) ημερομίσθιες (imeromísthies) ημερομίσθια (imeromísthia)
vocative ημερομίσθιε (imeromísthie) ημερομίσθια (imeromísthia) ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθιοι (imeromísthioi) ημερομίσθιες (imeromísthies) ημερομίσθια (imeromísthia)
[edit]