Jump to content

ημερομίσθιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ημερομίσθιο (imeromísthion (plural ημερομίσθια)

  1. a day's pay
  2. low pay
  3. (by extension) a day's work

Declension

[edit]
Declension of ημερομίσθιο
singular plural
nominative ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθια (imeromísthia)
genitive ημερομισθίου (imeromisthíou)
ημερομίσθιου (imeromísthiou)
ημερομισθίων (imeromisthíon)
accusative ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθια (imeromísthia)
vocative ημερομίσθιο (imeromísthio) ημερομίσθια (imeromísthia)
[edit]