ηθελημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of German gewillt. Learnedly but erroneously formed as a passive perfect participle of θέλω (thélo), from Ancient Greek ἐθέλω (ethélō) (which has no such participle), by analogy with ημαρτημένος (imartiménos), archaic/learned passive perfect participle of αμαρτάνω (amartáno), from Ancient Greek ἁμαρτάνω (hamartánō) / ἡμᾰρτημένος (hēmartēménos).[1]
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ηθελημένος • (itheliménos) m (feminine ηθελημένη, neuter ηθελημένο)
Declension
[edit]Declension of ηθελημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηθελημένος • | ηθελημένη • | ηθελημένο • | ηθελημένοι • | ηθελημένες • | ηθελημένα • |
genitive | ηθελημένου • | ηθελημένης • | ηθελημένου • | ηθελημένων • | ηθελημένων • | ηθελημένων • |
accusative | ηθελημένο • | ηθελημένη • | ηθελημένο • | ηθελημένους • | ηθελημένες • | ηθελημένα • |
vocative | ηθελημένε • | ηθελημένη • | ηθελημένο • | ηθελημένοι • | ηθελημένες • | ηθελημένα • |
Derived terms
[edit]- ηθελημένα (itheliména, adverb)
References
[edit]- ^ ηθελημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language