Jump to content

εύρωστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek εὔρωστος (eúrōstos), from εὖ () + ῥώννυμι (rhṓnnumi).

Adjective

[edit]

εύρωστος (évrostosm (feminine εύρωστη, neuter εύρωστο)

  1. robust, stalwart
    Synonym: γερός (gerós)
    Antonym: άρρωστος (árrostos)

Declension

[edit]
Declension of εύρωστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εύρωστος (évrostos) εύρωστη (évrosti) εύρωστο (évrosto) εύρωστοι (évrostoi) εύρωστες (évrostes) εύρωστα (évrosta)
genitive εύρωστου (évrostou) εύρωστης (évrostis) εύρωστου (évrostou) εύρωστων (évroston) εύρωστων (évroston) εύρωστων (évroston)
accusative εύρωστο (évrosto) εύρωστη (évrosti) εύρωστο (évrosto) εύρωστους (évrostous) εύρωστες (évrostes) εύρωστα (évrosta)
vocative εύρωστε (évroste) εύρωστη (évrosti) εύρωστο (évrosto) εύρωστοι (évrostoi) εύρωστες (évrostes) εύρωστα (évrosta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύρωστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύρωστος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]