Jump to content

γερός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: γέρος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek γερός (gerós), from Ancient Greek ὑγιερός (hugierós), from ὑγιής (hugiḗs, healthy, strong).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝeˈɾos/
  • Hyphenation: γε‧ρός

Adjective

[edit]

γερός (gerósm (feminine γερή, neuter γερό)

  1. (of people) strong, sturdy, able-bodied, robust, strapping (fit and healthy)
    Δεν με νοιάζει αν είναι αγόρι ή κορίτσι, αρκεί να είναι γερό παιδί.
    Den me noiázei an eínai agóri í korítsi, arkeí na eínai geró paidí.
    I don't care if it's a boy or a girl as long as it's healthy.
  2. (by extension) strong, sturdy, tough, solid, (capable of producing or withstanding great physical force)
    Το σπίτι είναι γερό και θα αντέξει την καταιγίδα.
    To spíti eínai geró kai tha antéxei tin kataigída.
    The house is sturdy and will withstand the storm.
  3. strong, able (impressive or good)
    Ο επιστήμονας έχει γερό μυαλό.
    O epistímonas échei geró myaló.
    The scientist has a strong mind.
  4. (of items) unbroken, intact (not having been destroyed)
    Δεν έχει αφήσει γερό ποτήρι στο σπίτι!
    Den échei afísei geró potíri sto spíti!
    She hasn't left a cup intact in the house!
  5. (of fruit and nuts) unspoiled, unspoilt (not rotten)
    γερά αμύγδαλαgerá amýgdalaunspoiled almonds

Declension

[edit]
Declension of γερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γερός (gerós) γερή (gerí) γερό (geró) γεροί (geroí) γερές (gerés) γερά (gerá)
genitive γερού (geroú) γερής (gerís) γερού (geroú) γερών (gerón) γερών (gerón) γερών (gerón)
accusative γερό (geró) γερή (gerí) γερό (geró) γερούς (geroús) γερές (gerés) γερά (gerá)
vocative γερέ (geré) γερή (gerí) γερό (geró) γεροί (geroí) γερές (gerés) γερά (gerá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γερός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γερότερος (geróteros) γερότερη (geróteri) γερότερο (gerótero) γερότεροι (geróteroi) γερότερες (geróteres) γερότερα (gerótera)
genitive γερότερου (geróterou) γερότερης (geróteris) γερότερου (geróterou) γερότερων (geróteron) γερότερων (geróteron) γερότερων (geróteron)
accusative γερότερο (gerótero) γερότερη (geróteri) γερότερο (gerótero) γερότερους (geróterous) γερότερες (geróteres) γερότερα (gerótera)
vocative γερότερε (gerótere) γερότερη (geróteri) γερότερο (gerótero) γερότεροι (geróteroi) γερότερες (geróteres) γερότερα (gerótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο γερότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γερότατος (gerótatos) γερότατη (gerótati) γερότατο (gerótato) γερότατοι (gerótatoi) γερότατες (gerótates) γερότατα (gerótata)
genitive γερότατου (gerótatou) γερότατης (gerótatis) γερότατου (gerótatou) γερότατων (gerótaton) γερότατων (gerótaton) γερότατων (gerótaton)
accusative γερότατο (gerótato) γερότατη (gerótati) γερότατο (gerótato) γερότατους (gerótatous) γερότατες (gerótates) γερότατα (gerótata)
vocative γερότατε (gerótate) γερότατη (gerótati) γερότατο (gerótato) γερότατοι (gerótatoi) γερότατες (gerótates) γερότατα (gerótata)

See also

[edit]
  • compare with: γέρος m (géros, old man, noun)