Jump to content

ευχαρίστηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ευχαρίστηση (efcharístisif (plural ευχαριστήσεις)

  1. pleasure

Declension

[edit]
Declension of ευχαρίστηση
singular plural
nominative ευχαρίστηση (efcharístisi) ευχαριστήσεις (efcharistíseis)
genitive ευχαρίστησης (efcharístisis) ευχαριστήσεων (efcharistíseon)
accusative ευχαρίστηση (efcharístisi) ευχαριστήσεις (efcharistíseis)
vocative ευχαρίστηση (efcharístisi) ευχαριστήσεις (efcharistíseis)

Older or formal genitive singular: ευχαριστήσεως (efcharistíseos)

Coordinate terms

[edit]