Jump to content

ευσυνείδητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὐσυνείδητος (eusuneídētos, with a good conscience) with semantic loan from French consciencieux.[1] By surface analysis, ευ- (ef-) +‎ συνείδη(ση) (syneídi(si)) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ef.siˈni.ði.tos/
  • Hyphenation: ευ‧συ‧νεί‧δη‧τος

Adjective

[edit]

ευσυνείδητος (efsyneíditosm (feminine ευσυνείδητη, neuter ευσυνείδητο)

  1. conscientious (thorough, careful, or vigilant in performance of one’s task)

Declension

[edit]
Declension of ευσυνείδητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευσυνείδητος (efsyneíditos) ευσυνείδητη (efsyneíditi) ευσυνείδητο (efsyneídito) ευσυνείδητοι (efsyneíditoi) ευσυνείδητες (efsyneídites) ευσυνείδητα (efsyneídita)
genitive ευσυνείδητου (efsyneíditou) ευσυνείδητης (efsyneíditis) ευσυνείδητου (efsyneíditou) ευσυνείδητων (efsyneíditon) ευσυνείδητων (efsyneíditon) ευσυνείδητων (efsyneíditon)
accusative ευσυνείδητο (efsyneídito) ευσυνείδητη (efsyneíditi) ευσυνείδητο (efsyneídito) ευσυνείδητους (efsyneíditous) ευσυνείδητες (efsyneídites) ευσυνείδητα (efsyneídita)
vocative ευσυνείδητε (efsyneídite) ευσυνείδητη (efsyneíditi) ευσυνείδητο (efsyneídito) ευσυνείδητοι (efsyneíditoi) ευσυνείδητες (efsyneídites) ευσυνείδητα (efsyneídita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευσυνείδητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευσυνείδητος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ ευσυνείδητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language