ευρωβουλευτής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ευρωβουλευτής • (evrovouleftís) m or f (plural ευρωβουλευτές, feminine ευρωβουλευτίνα)
- member of the European Parliament, MEP
Declension
[edit]For the masculine
Declension of ευρωβουλευτής
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ευρωβουλευτής • | ευρωβουλευτές • | |
genitive | ευρωβουλευτή • | ευρωβουλευτών • | |
accusative | ευρωβουλευτή • | ευρωβουλευτές • | |
vocative | ευρωβουλευτή • | ευρωβουλευτές • | |
Also, a very formal genitive singular for the masculine: του ευρωβουλευτού in the fashion of βουλευτού, a dated genitive as in the ancient declension of βουλευτής. |
For the feminine
Declension of ευρωβουλευτής
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ευρωβουλευτής • | ευρωβουλευτές • | |
genitive | ευρωβουλευτού • | ευρωβουλευτών • | |
accusative | ευρωβουλευτή • | ευρωβουλευτές • | |
vocative | ευρωβουλευτή • | ευρωβουλευτές • | |
See also the more modern form ευρωβουλευτίνα (evrovouleftína). |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- ευρωβουλευτής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ευρωβουλευτής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language