Jump to content

ευρωβουλευτής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.vɾo.vu.leˈftis/
  • Hyphenation: ευ‧ρω‧βου‧λευ‧τής

Noun

[edit]

ευρωβουλευτής (evrovouleftísm or f (plural ευρωβουλευτές, feminine ευρωβουλευτίνα)

  1. member of the European Parliament, MEP

Declension

[edit]

For the masculine

Declension of ευρωβουλευτής
singular plural
nominative ευρωβουλευτής (evrovouleftís) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)
genitive ευρωβουλευτή (evrovouleftí) ευρωβουλευτών (evrovouleftón)
accusative ευρωβουλευτή (evrovouleftí) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)
vocative ευρωβουλευτή (evrovouleftí) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)

Also, a very formal genitive singular for the masculine: του ευρωβουλευτού in the fashion of βουλευτού, a dated genitive as in the ancient declension of βουλευτής. For the feminine

Declension of ευρωβουλευτής
singular plural
nominative ευρωβουλευτής (evrovouleftís) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)
genitive ευρωβουλευτού (evrovouleftoú) ευρωβουλευτών (evrovouleftón)
accusative ευρωβουλευτή (evrovouleftí) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)
vocative ευρωβουλευτή (evrovouleftí) ευρωβουλευτές (evrovouleftés)

See also the more modern form ευρωβουλευτίνα (evrovouleftína).

[edit]

Further reading

[edit]