επιδιδυμίδα
Appearance
See also: ἐπιδιδυμίδα
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἐπιδιδυμίδα (epididumída), accusative of ἐπιδιδυμίς (epididumís).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιδιδυμίδα • (epididymída) f (plural επιδιδυμίδες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιδιδυμίδα (epididymída) | επιδιδυμίδες (epididymídes) |
genitive | επιδιδυμίδας (epididymídas) | επιδιδυμίδων (epididymídon) |
accusative | επιδιδυμίδα (epididymída) | επιδιδυμίδες (epididymídes) |
vocative | επιδιδυμίδα (epididymída) | επιδιδυμίδες (epididymídes) |
References
[edit]- ^ επιδιδυμίδα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- επιδιδυμίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el