Jump to content

επιβατικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

επιβατικό (epivatikón (plural επιβατικά)

  1. car passenger

Declension

[edit]
Declension of επιβατικό
singular plural
nominative επιβατικό (epivatikó) επιβατικά (epivatiká)
genitive επιβατικού (epivatikoú) επιβατικών (epivatikón)
accusative επιβατικό (epivatikó) επιβατικά (epivatiká)
vocative επιβατικό (epivatikó) επιβατικά (epivatiká)
[edit]

Adjective

[edit]

επιβατικό (epivatikó)

  1. accusative masculine singular of επιβατικός (epivatikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of επιβατικός (epivatikós)