επιβατικό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]επιβατικό • (epivatikó) n (plural επιβατικά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικά (epivatiká) |
genitive | επιβατικού (epivatikoú) | επιβατικών (epivatikón) |
accusative | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικά (epivatiká) |
vocative | επιβατικό (epivatikó) | επιβατικά (epivatiká) |
Related terms
[edit]- επιβάτης m (epivátis, “passenger”) (ship, railway, taxi)
- and see: επιβιβάζω (epivivázo, “to take on board”)
Adjective
[edit]επιβατικό • (epivatikó)
- accusative masculine singular of επιβατικός (epivatikós)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of επιβατικός (epivatikós)