επαρχιακός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from επαρχί(α) (eparchí(a)) + -ακός (-akós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]επαρχιακός • (eparchiakós) m (feminine επαρχιακή, neuter επαρχιακό)
- provincial (of or pertaining to a province)
- (ecclesiastical) eparchial (of or pertaining to an eparchy)
- (rare) Synonym of επαρχιώτικος (eparchiótikos).
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επαρχιακός (eparchiakós) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακοί (eparchiakoí) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) | |
genitive | επαρχιακού (eparchiakoú) | επαρχιακής (eparchiakís) | επαρχιακού (eparchiakoú) | επαρχιακών (eparchiakón) | επαρχιακών (eparchiakón) | επαρχιακών (eparchiakón) | |
accusative | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακούς (eparchiakoús) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) | |
vocative | επαρχιακέ (eparchiaké) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακοί (eparchiakoí) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) |
Related terms
[edit]- see: επαρχία f (eparchía)
References
[edit]- ^ επαρχιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language