Jump to content

επαρχιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from επαρχί(α) (eparchí(a)) +‎ -ακός (-akós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.paɾ.çi.aˈkos/
  • Hyphenation: ε‧παρ‧χι‧α‧κός

Adjective

[edit]

επαρχιακός (eparchiakósm (feminine επαρχιακή, neuter επαρχιακό)

  1. provincial (of or pertaining to a province)
  2. (ecclesiastical) eparchial (of or pertaining to an eparchy)
  3. (rare) Synonym of επαρχιώτικος (eparchiótikos).

Declension

[edit]
Declension of επαρχιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαρχιακός (eparchiakós) επαρχιακή (eparchiakí) επαρχιακό (eparchiakó) επαρχιακοί (eparchiakoí) επαρχιακές (eparchiakés) επαρχιακά (eparchiaká)
genitive επαρχιακού (eparchiakoú) επαρχιακής (eparchiakís) επαρχιακού (eparchiakoú) επαρχιακών (eparchiakón) επαρχιακών (eparchiakón) επαρχιακών (eparchiakón)
accusative επαρχιακό (eparchiakó) επαρχιακή (eparchiakí) επαρχιακό (eparchiakó) επαρχιακούς (eparchiakoús) επαρχιακές (eparchiakés) επαρχιακά (eparchiaká)
vocative επαρχιακέ (eparchiaké) επαρχιακή (eparchiakí) επαρχιακό (eparchiakó) επαρχιακοί (eparchiakoí) επαρχιακές (eparchiakés) επαρχιακά (eparchiaká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ επαρχιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language