Jump to content

επαγγελματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from επαγγελματ(ίας) (epangelmat(ías)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.paŋ.ɟel.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧παγ‧γελ‧μα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

επαγγελματικός (epangelmatikósm (feminine επαγγελματική, neuter επαγγελματικό)

  1. professional
    Antonym: αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikós)

Declension

[edit]
Declension of επαγγελματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαγγελματικός (epangelmatikós) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικοί (epangelmatikoí) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)
genitive επαγγελματικού (epangelmatikoú) επαγγελματικής (epangelmatikís) επαγγελματικού (epangelmatikoú) επαγγελματικών (epangelmatikón) επαγγελματικών (epangelmatikón) επαγγελματικών (epangelmatikón)
accusative επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικούς (epangelmatikoús) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)
vocative επαγγελματικέ (epangelmatiké) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικοί (epangelmatikoí) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επαγγελματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επαγγελματικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ επαγγελματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language