επαγγελματικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επαγγελματικός (epangelmatikósm (feminine επαγγελματική, neuter επαγγελματικό)

  1. professional
    Antonym: αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαγγελματικός (epangelmatikós) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικοί (epangelmatikoí) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)
genitive επαγγελματικού (epangelmatikoú) επαγγελματικής (epangelmatikís) επαγγελματικού (epangelmatikoú) επαγγελματικών (epangelmatikón) επαγγελματικών (epangelmatikón) επαγγελματικών (epangelmatikón)
accusative επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικούς (epangelmatikoús) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)
vocative επαγγελματικέ (epangelmatiké) επαγγελματική (epangelmatikí) επαγγελματικό (epangelmatikó) επαγγελματικοί (epangelmatikoí) επαγγελματικές (epangelmatikés) επαγγελματικά (epangelmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επαγγελματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επαγγελματικός, etc.)

[edit]