αντιεπαγγελματικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikósm (feminine αντιεπαγγελματική, neuter αντιεπαγγελματικό)

  1. unethical, unprofessional, amateur
    Antonym: επαγγελματικός (epangelmatikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεπαγγελματικός (antiepangelmatikós) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικοί (antiepangelmatikoí) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)
genitive αντιεπαγγελματικού (antiepangelmatikoú) αντιεπαγγελματικής (antiepangelmatikís) αντιεπαγγελματικού (antiepangelmatikoú) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón) αντιεπαγγελματικών (antiepangelmatikón)
accusative αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικούς (antiepangelmatikoús) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)
vocative αντιεπαγγελματικέ (antiepangelmatiké) αντιεπαγγελματική (antiepangelmatikí) αντιεπαγγελματικό (antiepangelmatikó) αντιεπαγγελματικοί (antiepangelmatikoí) αντιεπαγγελματικές (antiepangelmatikés) αντιεπαγγελματικά (antiepangelmatiká)
[edit]