Jump to content

εξόριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εξόριστος (exóristosm (feminine εξόριστη, neuter εξόριστο)

  1. exiled

Declension

[edit]
Declension of εξόριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξόριστος (exóristos) εξόριστη (exóristi) εξόριστο (exóristo) εξόριστοι (exóristoi) εξόριστες (exóristes) εξόριστα (exórista)
genitive εξόριστου (exóristou) εξόριστης (exóristis) εξόριστου (exóristou) εξόριστων (exóriston) εξόριστων (exóriston) εξόριστων (exóriston)
accusative εξόριστο (exóristo) εξόριστη (exóristi) εξόριστο (exóristo) εξόριστους (exóristous) εξόριστες (exóristes) εξόριστα (exórista)
vocative εξόριστε (exóriste) εξόριστη (exóristi) εξόριστο (exóristo) εξόριστοι (exóristoi) εξόριστες (exóristes) εξόριστα (exórista)
[edit]

Noun

[edit]

εξόριστος (exóristosm (plural εξόριστοι, feminine εξόριστη)

  1. exile, an exiled person

Declension

[edit]
singular plural
nominative εξόριστος (exóristos) εξόριστοι (exóristoi)
genitive εξόριστου (exóristou)
εξορίστου (exorístou)
εξόριστων (exóriston)
εξορίστων (exoríston)
accusative εξόριστο (exóristo) εξόριστους (exóristous)
εξορίστους (exorístous)
vocative εξόριστε (exóriste) εξόριστοι (exóristoi)

Second forms are formal.