εξισωτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εξισώ(νω) (exisó(no)) + -τικός (-tikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εξισωτικός • (exisotikós) m (feminine εξισωτική, neuter εξισωτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξισωτικός (exisotikós) | εξισωτική (exisotikí) | εξισωτικό (exisotikó) | εξισωτικοί (exisotikoí) | εξισωτικές (exisotikés) | εξισωτικά (exisotiká) | |
genitive | εξισωτικού (exisotikoú) | εξισωτικής (exisotikís) | εξισωτικού (exisotikoú) | εξισωτικών (exisotikón) | εξισωτικών (exisotikón) | εξισωτικών (exisotikón) | |
accusative | εξισωτικό (exisotikó) | εξισωτική (exisotikí) | εξισωτικό (exisotikó) | εξισωτικούς (exisotikoús) | εξισωτικές (exisotikés) | εξισωτικά (exisotiká) | |
vocative | εξισωτικέ (exisotiké) | εξισωτική (exisotikí) | εξισωτικό (exisotikó) | εξισωτικοί (exisotikoí) | εξισωτικές (exisotikés) | εξισωτικά (exisotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξισωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξισωτικός, etc.)
Derived terms
[edit]- εξισωτικά (exisotiká, adverb)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ εξισωτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language