εξισώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from Ancient Greek ἐξισ(ῶ) (exis(ô)) + -ώνω (-óno).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εξισώνω • (exisóno) (past εξίσωσα, passive εξισώνομαι, p‑past εξισώθηκα)
- (transitive) to equalize (to make equal)
- (passive voice) to be equalized, to be equal, to equal [with με (me, + accusative)]
- (transitive) to equate [with με (me, + accusative) ‘with’] (to consider equal or equivalent)
Conjugation
[edit]εξισώνω εξισώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξισώνω | εξισώσω | εξισώνομαι | εξισωθώ |
2 sg | εξισώνεις | εξισώσεις | εξισώνεσαι | εξισωθείς |
3 sg | εξισώνει | εξισώσει | εξισώνεται | εξισωθεί |
1 pl | εξισώνουμε, [‑ομε] | εξισώσουμε, [‑ομε] | εξισωνόμαστε | εξισωθούμε |
2 pl | εξισώνετε | εξισώσετε | εξισώνεστε, εξισωνόσαστε | εξισωθείτε |
3 pl | εξισώνουν(ε) | εξισώσουν(ε) | εξισώνονται | εξισωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξίσωνα | εξίσωσα | εξισωνόμουν(α) | εξισώθηκα |
2 sg | εξίσωνες | εξίσωσες | εξισωνόσουν(α) | εξισώθηκες |
3 sg | εξίσωνε | εξίσωσε | εξισωνόταν(ε) | εξισώθηκε |
1 pl | εξισώναμε | εξισώσαμε | εξισωνόμασταν, (‑όμαστε) | εξισωθήκαμε |
2 pl | εξισώνατε | εξισώσατε | εξισωνόσασταν, (‑όσαστε) | εξισωθήκατε |
3 pl | εξίσωναν, εξισώναν(ε) | εξίσωσαν, εξισώσαν(ε) | εξισώνονταν, (εξισωνόντουσαν) | εξισώθηκαν, εξισωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξισώνω ➤ | θα εξισώσω ➤ | θα εξισώνομαι ➤ | θα εξισωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξισώνεις, … | θα εξισώσεις, … | θα εξισώνεσαι, … | θα εξισωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξισώσει έχω, έχεις, … εξισωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξισωθεί είμαι, είσαι, … εξισωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξισώσει είχα, είχες, … εξισωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξισωθεί ήμουν, ήσουν, … εξισωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξισώσει θα έχω, θα έχεις, … εξισωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξισωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξισωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξίσωνε | εξίσωσε | — | εξισώσου |
2 pl | εξισώνετε | εξισώστε | εξισώνεστε | εξισωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξισώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξισώσει ➤ | εξισωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξισώσει | εξισωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- εξίσωση f (exísosi)
- εξισωτικός (exisotikós)
References
[edit]- ^ εξισώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language