εξετάζω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐξετάζω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐξετάζω (exetázō), which is composed of ἐξ- (ex-, “from”) + ἐτάζω (etázō, “examine, test”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εξετάζω • (exetázo) (past εξέτασα, passive εξετάζομαι)
- to examine, investigate, question
Conjugation
[edit]εξετάζω εξετάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξετάζω | εξετάσω | εξετάζομαι | εξεταστώ, εξετασθώ2 |
2 sg | εξετάζεις | εξετάσεις | εξετάζεσαι | εξεταστείς, εξετασθείς |
3 sg | εξετάζει | εξετάσει | εξετάζεται | εξεταστεί, εξετασθεί |
1 pl | εξετάζουμε, [‑ομε] | εξετάσουμε, [‑ομε] | εξεταζόμαστε | εξεταστούμε, εξετασθούμε |
2 pl | εξετάζετε | εξετάσετε | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | εξεταστείτε, εξετασθείτε |
3 pl | εξετάζουν(ε) | εξετάσουν(ε) | εξετάζονται | εξεταστούν(ε), εξετασθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξέταζα | εξέτασα1 | εξεταζόμουν(α) | εξετάστηκα, εξετάσθηκα2 |
2 sg | εξέταζες | εξέτασες | εξεταζόσουν(α) | εξετάστηκες, εξετάσθηκες |
3 sg | εξέταζε | εξέτασε | εξεταζόταν(ε) | εξετάστηκε, εξετάσθηκε |
1 pl | εξετάζαμε | εξετάσαμε | εξεταζόμασταν, (‑όμαστε) | εξεταστήκαμε, εξετασθήκαμε |
2 pl | εξετάζατε | εξετάσατε | εξεταζόσασταν, (‑όσαστε) | εξεταστήκατε, εξετασθήκατε |
3 pl | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάζονταν, (εξεταζόντουσαν) | εξετάστηκαν, εξεταστήκαν(ε), εξετάσθηκαν, εξετασθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξετάζω ➤ | θα εξετάσω ➤ | θα εξετάζομαι ➤ | θα εξεταστώ / εξετασθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξετάζεις, … | θα εξετάσεις, … | θα εξετάζεσαι, … | θα εξεταστείς / εξετασθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξετάσει έχω, έχεις, … εξετασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξεταστεί / εξετασθεί είμαι, είσαι, … εξετασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξετάσει είχα, είχες, … εξετασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξεταστεί / εξετασθεί ήμουν, ήσουν, … εξετασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξετάσει θα έχω, θα έχεις, … εξετασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξεταστεί / εξετασθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξετασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξέταζε | εξέτασε | — | εξετάσου |
2 pl | εξετάζετε | εξετάστε | εξετάζεστε | εξεταστείτε, εξετασθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξετάζοντας ➤ | εξεταζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξετάσει ➤ | εξετασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξετάσει | εξεταστεί, εξετασθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Also, a very formal past fοrmm εξήτασα (exítasa); see ἐξήτασα and the ancient ἐξετάζω. 2. Passive forms with -σθ- are formal and less frequent. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανεξεταστέος (anexetastéos, “must resist an exam”, adjective)
- ανεξέταστος (anexétastos, “unexamined”, adjective)
- εξέταση f (exétasi, “examination”)
- εξεταστέος (exetastéos, “examinable”)
- εξεταστής m (exetastís, “examiner”)
- εξεταστικός (exetastikós, “examining”, adjective)
- εξετάστρια f (exetástria, “examiner”)