εξάπλευρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἑξάπλευρος (hexápleuros).[1] By surface analysis, εξά- (exá-) + -πλευρος (-plevros).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εξάπλευρος • (exáplevros) m (feminine εξάπλευρη, neuter εξάπλευρο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξάπλευρος (exáplevros) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευροι (exáplevroi) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) | |
genitive | εξάπλευρου (exáplevrou) | εξάπλευρης (exáplevris) | εξάπλευρου (exáplevrou) | εξάπλευρων (exáplevron) | εξάπλευρων (exáplevron) | εξάπλευρων (exáplevron) | |
accusative | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευρους (exáplevrous) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) | |
vocative | εξάπλευρε (exáplevre) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευροι (exáplevroi) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) |
See also
[edit]References
[edit]- ^ εξάπλευρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language