Jump to content

εκτάριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

εκτάριο (ektárion (plural εκτάρια)

  1. hectare

Declension

[edit]
Declension of εκτάριο
singular plural
nominative εκτάριο (ektário) εκτάρια (ektária)
genitive εκταρίου (ektaríou)
εκτάριου (ektáriou)
εκταρίων (ektaríon)
accusative εκτάριο (ektário) εκτάρια (ektária)
vocative εκτάριο (ektário) εκτάρια (ektária)

See also

[edit]

Further reading

[edit]