εκτάριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]εκτάριο • (ektário) n (plural εκτάρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκτάριο (ektário) | εκτάρια (ektária) |
genitive | εκταρίου (ektaríou) εκτάριου (ektáriou) |
εκταρίων (ektaríon) |
accusative | εκτάριο (ektário) | εκτάρια (ektária) |
vocative | εκτάριο (ektário) | εκτάρια (ektária) |
See also
[edit]- τετραγωνικό μέτρο n (tetragonikó métro, “square metre”)
- στρέμμα n (strémma, “1⁄10 hectare”)
Further reading
[edit]- εκτάριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el