τετραγωνικό μέτρο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τετραγωνικό μέτρο • (tetragonikó métro) n (plural τετραγωνικά μέτρα)
- square metre
- Abbreviation: τ.μ. (t.m.)
τετραγωνικό μέτρο • (tetragonikó métro) n (plural τετραγωνικά μέτρα)