Jump to content

εκπολιτιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκπολιτιστικός (ekpolitistikósm (feminine εκπολιτιστική, neuter εκπολιτιστικό)

  1. cultural

Declension

[edit]
Declension of εκπολιτιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκπολιτιστικός (ekpolitistikós) εκπολιτιστική (ekpolitistikí) εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) εκπολιτιστικοί (ekpolitistikoí) εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) εκπολιτιστικά (ekpolitistiká)
genitive εκπολιτιστικού (ekpolitistikoú) εκπολιτιστικής (ekpolitistikís) εκπολιτιστικού (ekpolitistikoú) εκπολιτιστικών (ekpolitistikón) εκπολιτιστικών (ekpolitistikón) εκπολιτιστικών (ekpolitistikón)
accusative εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) εκπολιτιστική (ekpolitistikí) εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) εκπολιτιστικούς (ekpolitistikoús) εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) εκπολιτιστικά (ekpolitistiká)
vocative εκπολιτιστικέ (ekpolitistiké) εκπολιτιστική (ekpolitistikí) εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) εκπολιτιστικοί (ekpolitistikoí) εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) εκπολιτιστικά (ekpolitistiká)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]