εκπολιτιστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]εκπολιτιστικός • (ekpolitistikós) m (feminine εκπολιτιστική, neuter εκπολιτιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκπολιτιστικός (ekpolitistikós) | εκπολιτιστική (ekpolitistikí) | εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) | εκπολιτιστικοί (ekpolitistikoí) | εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) | εκπολιτιστικά (ekpolitistiká) | |
genitive | εκπολιτιστικού (ekpolitistikoú) | εκπολιτιστικής (ekpolitistikís) | εκπολιτιστικού (ekpolitistikoú) | εκπολιτιστικών (ekpolitistikón) | εκπολιτιστικών (ekpolitistikón) | εκπολιτιστικών (ekpolitistikón) | |
accusative | εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) | εκπολιτιστική (ekpolitistikí) | εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) | εκπολιτιστικούς (ekpolitistikoús) | εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) | εκπολιτιστικά (ekpolitistiká) | |
vocative | εκπολιτιστικέ (ekpolitistiké) | εκπολιτιστική (ekpolitistikí) | εκπολιτιστικό (ekpolitistikó) | εκπολιτιστικοί (ekpolitistikoí) | εκπολιτιστικές (ekpolitistikés) | εκπολιτιστικά (ekpolitistiká) |
Synonyms
[edit]- πολιτιστικός (politistikós)
See also
[edit]- μορφωτικός (morfotikós, “educational”)