Jump to content

μορφωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μορφωτικός (morfotikósm (feminine μορφωτική, neuter μορφωτικό)

  1. educational, of education
    μορφωτικά βιβλία ("educational books")
  2. cultural
    μορφωτικός σύμβουλος ("cultural attaché")

Declension

[edit]
Declension of μορφωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μορφωτικός (morfotikós) μορφωτική (morfotikí) μορφωτικό (morfotikó) μορφωτικοί (morfotikoí) μορφωτικές (morfotikés) μορφωτικά (morfotiká)
genitive μορφωτικού (morfotikoú) μορφωτικής (morfotikís) μορφωτικού (morfotikoú) μορφωτικών (morfotikón) μορφωτικών (morfotikón) μορφωτικών (morfotikón)
accusative μορφωτικό (morfotikó) μορφωτική (morfotikí) μορφωτικό (morfotikó) μορφωτικούς (morfotikoús) μορφωτικές (morfotikés) μορφωτικά (morfotiká)
vocative μορφωτικέ (morfotiké) μορφωτική (morfotikí) μορφωτικό (morfotikó) μορφωτικοί (morfotikoí) μορφωτικές (morfotikés) μορφωτικά (morfotiká)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]