Jump to content

εκούσιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ἑκούσιος (hekoúsios).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eˈku.si.os/
  • Hyphenation: ε‧κού‧σι‧ος

Adjective

[edit]

εκούσιος (ekoúsiosm (feminine εκούσια, neuter εκούσιο)

  1. voluntary (done, given, or acting of one's own free will)
    Synonyms: εθελοντικός (ethelontikós), εθελούσιος (etheloúsios), οικειοθελής (oikeiothelís)
    Antonym: ακούσιος (akoúsios)

Declension

[edit]
Declension of εκούσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκούσιος (ekoúsios) εκούσια (ekoúsia) εκούσιο (ekoúsio) εκούσιοι (ekoúsioi) εκούσιες (ekoúsies) εκούσια (ekoúsia)
genitive εκούσιου (ekoúsiou) εκούσιας (ekoúsias) εκούσιου (ekoúsiou) εκούσιων (ekoúsion) εκούσιων (ekoúsion) εκούσιων (ekoúsion)
accusative εκούσιο (ekoúsio) εκούσια (ekoúsia) εκούσιο (ekoúsio) εκούσιους (ekoúsious) εκούσιες (ekoúsies) εκούσια (ekoúsia)
vocative εκούσιε (ekoúsie) εκούσια (ekoúsia) εκούσιο (ekoúsio) εκούσιοι (ekoúsioi) εκούσιες (ekoúsies) εκούσια (ekoúsia)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ εκούσιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language