εκούσιος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἑκούσιος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἑκούσιος (hekoúsios).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εκούσιος • (ekoúsios) m (feminine εκούσια, neuter εκούσιο)
- voluntary (done, given, or acting of one's own free will)
- Synonyms: εθελοντικός (ethelontikós), εθελούσιος (etheloúsios), οικειοθελής (oikeiothelís)
- Antonym: ακούσιος (akoúsios)
Declension
[edit]Declension of εκούσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκούσιος • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιοι • | εκούσιες • | εκούσια • |
genitive | εκούσιου • | εκούσιας • | εκούσιου • | εκούσιων • | εκούσιων • | εκούσιων • |
accusative | εκούσιο • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιους • | εκούσιες • | εκούσια • |
vocative | εκούσιε • | εκούσια • | εκούσιο • | εκούσιοι • | εκούσιες • | εκούσια • |
Derived terms
[edit]References
[edit]- ^ εκούσιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language