εθελοντικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εθελοντ(ής) (ethelont(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /e.θe.lo(n).diˈkos/
- Hyphenation: ε‧θε‧λο‧ντι‧κός
- Homophone: εθελοντικώς (ethelontikós)
- Rhymes: -os
Adjective
[edit]εθελοντικός • (ethelontikós) m (feminine εθελοντική, neuter εθελοντικό)
Declension
[edit]Declension of εθελοντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθελοντικός • | εθελοντική • | εθελοντικό • | εθελοντικοί • | εθελοντικές • | εθελοντικά • |
genitive | εθελοντικού • | εθελοντικής • | εθελοντικού • | εθελοντικών • | εθελοντικών • | εθελοντικών • |
accusative | εθελοντικό • | εθελοντική • | εθελοντικό • | εθελοντικούς • | εθελοντικές • | εθελοντικά • |
vocative | εθελοντικέ • | εθελοντική • | εθελοντικό • | εθελοντικοί • | εθελοντικές • | εθελοντικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθελοντικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθελοντικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- εθελοντικά (ethelontiká, “voluntarily”, adverb)
- (learned) εθελοντικώς (ethelontikós, “voluntarily”, adverb)
Related terms
[edit]- see: εθελοντής m (ethelontís, “volunteer”)
References
[edit]- ^ εθελοντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language