Jump to content

ειρηνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εἰρηνικός (eirēnikós).[1] By surface analysis, ειρήν(η) (eirín(i)) +‎ -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ɾi.niˈkos/
  • Hyphenation: ει‧ρη‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ειρηνικός (eirinikósm (feminine ειρηνική, neuter ειρηνικό)

  1. peaceful (not at war; not disturbed by strife or turmoil; characterized by peace)
  2. peaceful, pacific, peaceable (inclined to peace; preferring peace by nature; avoiding violence)
    Antonyms: πολεμικός (polemikós), φιλοπόλεμος (filopólemos)
    Near-synonyms: ειρηνόφιλος (eirinófilos), φιλειρηνικός (fileirinikós)
  3. peaceful, pacific (calm, tranquil)

Declension

[edit]
Declension of ειρηνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειρηνικός (eirinikós) ειρηνική (eirinikí) ειρηνικό (eirinikó) ειρηνικοί (eirinikoí) ειρηνικές (eirinikés) ειρηνικά (eiriniká)
genitive ειρηνικού (eirinikoú) ειρηνικής (eirinikís) ειρηνικού (eirinikoú) ειρηνικών (eirinikón) ειρηνικών (eirinikón) ειρηνικών (eirinikón)
accusative ειρηνικό (eirinikó) ειρηνική (eirinikí) ειρηνικό (eirinikó) ειρηνικούς (eirinikoús) ειρηνικές (eirinikés) ειρηνικά (eiriniká)
vocative ειρηνικέ (eiriniké) ειρηνική (eirinikí) ειρηνικό (eirinikó) ειρηνικοί (eirinikoí) ειρηνικές (eirinikés) ειρηνικά (eiriniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειρηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειρηνικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ειρηνικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language