εγχείρηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- εγχείριση f (encheírisi)
Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἐγχείρησις (enkheírēsis) + -ση (-sē), from ἐγχειρέω (enkheiréō), ἐγχειρῶ (enkheirô) + -σις (-sis), from ἐν- (en-) + χείρ (kheír) + -έω (-éō).
Noun
[edit]εγχείρηση • (encheírisi) f (plural εγχειρήσεις)
Declension
[edit]Declension of εγχείρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εγχείρηση • | εγχειρήσεις • | |
genitive | εγχείρησης • | εγχειρήσεων • | |
accusative | εγχείρηση • | εγχειρήσεις • | |
vocative | εγχείρηση • | εγχειρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: εγχειρήσεως • |
Related terms
[edit]- χειρουργός m or f (cheirourgós, “surgeon”)
- χειρουργείο n (cheirourgeío, “operating room”)