διχοτομώ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek διχοτομῶ (dikhotomô), from Ancient Greek διχοτομοῦμαι (dikhotomoûmai).[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]διχοτομώ • (dichotomó) (past διχοτόμησα, passive διχοτομούμαι, ppp διχοτομημένος)
- (geometry) to bisect (to divide an angle, line segment, or other figure into two equal parts)
- (figuratively) to divide in two, to partition (e.g. a country or region)
Conjugation
[edit]διχοτομώ, διχοτομούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διχοτομώ | διχοτομήσω | διχοτομούμαι | διχοτομηθώ |
2 sg | διχοτομείς | διχοτομήσεις | διχοτομείσαι | διχοτομηθείς |
3 sg | διχοτομεί | διχοτομήσει | διχοτομείται | διχοτομηθεί |
1 pl | διχοτομούμε | διχοτομήσουμε, [-ομε] | διχοτομούμαστε | διχοτομηθούμε |
2 pl | διχοτομείτε | διχοτομήσετε | διχοτομείστε | διχοτομηθείτε |
3 pl | διχοτομούν(ε) | διχοτομήσουν(ε) | διχοτομούνται | διχοτομηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διχοτομούσα | διχοτόμησα | [διχοτομούμουν(α)] | διχοτομήθηκα |
2 sg | διχοτομούσες | διχοτόμησες | [διχοτομούσουν(α)] | διχοτομήθηκες |
3 sg | διχοτομούσε | διχοτόμησε | διχοτομούνταν, {διχοτομείτο} | διχοτομήθηκε |
1 pl | διχοτομούσαμε | διχοτομήσαμε | διχοτομούμασταν, (‑ούμαστε) | διχοτομηθήκαμε |
2 pl | διχοτομούσατε | διχοτομήσατε | [διχοτομούσασταν, (‑ούσαστε)] | διχοτομηθήκατε |
3 pl | διχοτομούσαν(ε) | διχοτόμησαν, διχοτομήσαν(ε) | διχοτομούνταν, {διχοτομούντο} | διχοτομήθηκαν, διχοτομηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διχοτομώ ➤ | θα διχοτομήσω ➤ | θα διχοτομούμαι ➤ | θα διχοτομηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διχοτομείς, … | θα διχοτομήσεις, … | θα διχοτομείσαι, … | θα διχοτομηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διχοτομήσει έχω, έχεις, … διχοτομημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διχοτομηθεί είμαι, είσαι, … διχοτομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διχοτομήσει είχα, είχες, … διχοτομημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διχοτομηθεί ήμουν, ήσουν, … διχοτομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διχοτομήσει θα έχω, θα έχεις, … διχοτομημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διχοτομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διχοτομημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διχοτόμησε | — | διχοτομήσου |
2 pl | διχοτομείτε | διχοτομήστε | διχοτομείστε | διχοτομηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διχοτομώντας ➤ | διχοτομούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διχοτομήσει ➤ | διχοτομημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διχοτομήσει | διχοτομηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- διχοτόμηση f (dichotómisi)
- διχοτομία f (dichotomía)
- διχοτομικός (dichotomikós)
- διχοτόμος (dichotómos)
References
[edit]- ^ διχοτομώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language